- σέβων
- σέβωpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεβῶν — σέβας reverential awe neut gen pl (attic epic ionic) σέβος neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAMPUS Piorum — τῶ δ᾿σεβῶν χῶρος, quomodo eum vocat Lycurgus oratione in Leocratem; locus celebris in Sicilia iuxta Catanam, quod ibi duo iuvenes sublatos parentes evexerunt inter Aetnae flammas intacti ab igne. Solinus, c. 11. Vide Claudian. Epigr. De piis… … Hofmann J. Lexicon universale
σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek